μεταπιάνω

μεταπιάνω
και ματαπιάνω (Μ μεταπιάνω)
1. πιάνω ή παίρνω ξανά στα χέρια μου («από τότε που έπαθε καρδιακό επεισόδιο υποσχέθηκε να μη ματαπιάσει χαρτιά στα χέρια του»)
2. (σχετικά με τέχνη ή επάγγελμα) ασχολούμαι ή καταγίνομαι πάλι με κάτι ή επιδίδομαι πάλι σε κάτι, κάνω ξανά κάτι που έκανα («μάθε τέχνη κι άσ'τηνε κι αν φτωχύνεις ματαπιάστηνε»
νεοελλ.
1. ανακαλύπτω κάποιον να κάνει ξανά κάτι αξιόμεμπτο («είναι ασυγχώρητος γιατί τόν ματάπιασα να λέει ψέματα»)
2. (για πρόσωπα εντεταλμένα με τη σύλληψη φυγοποίνων ή φυγοδίκων)
συλλαμβάνω κάποιον εκ νέου επ' αυτοφώρω να διαπράττει αδίκημα
3. βοηθώ κάποιον στην εκτέλεση εργασίας, τεχνικής ή χειρωνακτικής («πήρε έναν μάστορα να τόν μεταπιάσει στο σοβάτισμα»)
4. (το παθ.) μεταπιάνομαι και ματαπιάνομαι
α) συμπλέκομαι ή διαπληκτίζομαι εκ νέου με κάποιον, έρχομαι πάλι στα χέρια με κάποιον («ματαπιάστηκαν αν και είχαν φιλιώσει»)
β) υποφέρω ή πάσχω και πάλι από ρευματική πάθηση («αν κάνεις κρύο μπάνιο και βγεις έξω είναι σίγουρο ότι θα ματαπιαστείς»)
μσν.
1. πιάνω με άλλο τρόπο
2. μτφ. α) (σχετικά με τρόπο ζωής) ακολουθώ και πάλι, επανέρχομαι
β) (για πίστη) ξαναγυρίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μεταπιάνω — μετάπιασα, πιάνω κάτι πάλι ή ύστερα από πολύ καιρό, ξαναπιάνω: Μετάπιασε το πλέξιμο μόλις μπήκε ο χειμώνας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μετάπιαση — η [μεταπιάνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μεταπιάνω, το να ξαναπιάνει κανείς κάτι στα χέρια του …   Dictionary of Greek

  • μετάπιασμα — και ματάπιασμα, το [μεταπιάνω] η μετάπιαση …   Dictionary of Greek

  • μεταπιαστής — ο [μεταπιάνω] ο βοηθός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”